Σελίδες

15 Απρ 2014

Χρυσή Αυγή: Κάνοντας το άσπρο μαύρο

Η Χρυσή Αυγή αποσκοπώντας να αποκρύψει την ταύτιση των προτάσεων της με τα συμφέροντα του κεφαλαίου έχει προσπαθήσει επανειλημμένα να αποδείξει τη φαντασιοπληξία πως ο φασισμός αποτελεί ένα διαφορετικό οικονομικό-κοινωνικό σύστημα, σε διάκριση τόσο από τον κομμουνισμό, όσο και από τον καπιταλισμό (εκμεταλλεύεται εξάλλου τους αστούς ιστορικούς που χρησιμοποιούν τα ίδια σχήματα για να απαλλάξουν τον καπιταλισμό από τις φασιστικές φρικαλεότητες). Με αυτό τον τρόπο, επιθυμεί αφενός να αποφύγει την κριτική που της ασκείται, αλλά και να προσεταιριστεί ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων που στη διάρκεια του κυκεώνα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης αρχίζουν να συνειδητοποιούν ποια είναι η τύχη που τους ετοιμάζει ο καπιταλισμός.
Ιδιαίτερη αξία έχουν τα επιχειρήματα της πιο πρόσφατης απόπειρας υποστήριξης της συγκεκριμένης φαντασιοπληξίας, όπως καταγράφονται στο άρθρο υπό το βαρύγδουπο τίτλο: «Η υλιστική διάσταση του κομμουνισμού και του αντικαπιταλισμού και ο αντεθνικός τους ρόλος», διότι είναι αποδεικτικά των προθέσεων και της ταξικής ταυτότητας της Χρυσής Αυγής. Ο φασίστας συγγραφέας του άρθρου εν ονόματι Λιόκος Νικόλαος αναζητά λοιπόν την αναγκαιότητα της ύπαρξης του κράτους στα άσχημα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης και όπως ήταν αναμενόμενο καταλήγει στο σκεπτικό του αστού Χομπς, όπως περιγράφτηκε στο έργο του «Λεβιάθαν» και βάσει του οποίου ο άνθρωπος ως φύσει αντικοινωνικό ον χρειάζεται το κράτος για να μην καταστρέψει την ανθρώπινη κοινωνία. Μας πληροφορεί λοιπόν:

«Είναι προφανές, ότι η δημιουργία και των καλύτερων κοινωνικών συνθηκών δεν θα μπορέσει να εξαλείψει από τις ανθρώπινες ψυχές τη φιλοδοξία, την εκδίκηση, τη φιλαρχία, το πάθος, τη ζηλοτυπία και τον έρωτα και η προσπάθεια υλοποίησης μιας τέτοιας κοινωνίας, αν δεν γίνει προσπάθεια να γαλουχηθούν τα πάθη των ανθρώπων διοχετεύοντας τα σε κάτι δημιουργικό, μπορεί να οδηγήσει μόνο στην κατάσταση του απόλυτου χάους. 
Νομοτελειακά η ύπαρξη του Εθνικού Κράτους δικαίου είναι απαραίτητη, η ύπαρξη δηλαδή ενός Κράτους στο οποίο η εξουσία θα πηγάζει από τη Λαϊκή Κοινότητα, και στου οποίου τους νόμους – που αυτή όρισε – θα υπακούει».
Όπως ήταν αναμενόμενο, το κράτος αποκτά «μεταφυσικά» ανώτερα χαρακτηριστικά από τους ανθρώπους που το συγκροτούν (οι οποίοι βρίθουν ταπεινών κινήτρων κατά το συγγραφέα) και από τις κοινωνικές (στην ουσία παραγωγικές τους) σχέσεις και επομένως η εξουσία και ακολούθως η διάκριση των ανθρώπων σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, αναδεικνύεται ως όρος ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Οπότε, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, στο βαθμό που επιθυμούν την ομαλή κοινωνική συμβίωση καλούνται να αναφωνήσουν: «Σφάξε με πασά μου ν’ αγιάσω». Με άλλα λόγια, όλη η παλιά αστική σαπίλα που θεωρεί ότι ο εργάτης πρέπει να νιώθει υποχρεωμένος απέναντι στον κεφαλαιοκράτη γιατί του δίνει ένα μικρό τμήμα των εσόδων από τον πλούτο που ο ίδιος παράγει. Το είπε και εξάλλου και ένας παρευρισκόμενος στην παραμάζωξη της Χρυσής Αυγής στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη: «Μαζί με τους εφοπλιστές μας γιατί από εκεί πέρα εξαρτιόμαστε». Και βέβαια καταχειροκροτήθηκε από τους συγκεντρωμένους Χρυσαυγίτες.
Φυσικά, δεν είναι δύσκολο κανείς να αναλογιστεί τις διαφωνίες του συγγραφέα με τον κομμουνισμό. Το πιο δύσκολο είναι μάλλον να αποδείξει έπειτα από τα προηγούμενα τις διαφορές του από τον καπιταλισμό. Έτσι, λοιπόν ανακαλύπτει μια ιστορική μεταστροφή του καπιταλισμού:
«Στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, τον οποίο βιώνουμε στις μέρες μας, περνάμε από το στάδιο της υπεραξίας στο στάδιο της τραπεζικής πίστωσης, όπου ο πλούτος πλέον δεν παράγεται από μία σχετικά αρμονική σχέση μεταξύ κεφαλαιοκρατών και εργαζομένων, αλλά από συνεχείς δανεισμούς, ώστε να επενδυθούν χρήματα για νέες παραγωγές με τοκογλυφικά επιτόκια που οδηγούν τους πάντες μέσα από την πλεονεξία τους στον υπερδανεισμό, ώστε να συνεχιστεί ο αέναος χορός παραγωγής κατανάλωσης, διαμορφώνοντας τις περιβόητες φούσκες που καταρρέοντας παίρνουν μαζί τους στο βυθό ολόκληρες κοινωνίες».
Μόνο που δυστυχώς για το γράφοντα ο αέναος κύκλος παραγωγής και κατανάλωσης με αποκλειστικό σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών είναι αυτός που συνοδεύει τον καπιταλισμό από τα γεννοφάσκια του, προάγοντας την κοινωνική (στην πραγματικότητα ταξική) δυσαρμονία καπιταλιστών και εργατών. Αλλά ακόμα και έτσι είναι ενδιαφέρον να δούμε πως προσπαθεί να απαντήσει στα συγκεκριμένα αντιλαϊκά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Αντιπροτείνει λοιπόν το «λαϊκό εθνικισμό»:
«Το μοντέλο που εμείς υποστηρίζουμε, είναι αυτό του Λαϊκού Εθνικισμού, όπου σε ένα μικτό σύστημα οικονομίας οι ιδιώτες θα μπορούν να παράγουν ποιοτικά προϊόντα με στόχο αφενός τη δημιουργία κέρδους και αφετέρου προσβλέποντας στο καλό της Λαϊκής Κοινότητας. Στη μικτή οικονομία το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει και να αποκαθιστά την ισορροπία στις ανωμαλίες που δημιουργούνται με κοινωνικές παροχές, με αύξηση των δημοσίων δαπανών και όλα αυτά είναι εφικτά εφόσον εξαλείφει στο μεγαλύτερο βαθμό η διαφθορά, η μίζα και η ρεμούλα. Κάτι τέτοιο μπορεί να υλοποιηθεί, όταν γαλουχηθεί μια νέα γενιά Ελλήνων, η οποία από τη παιδική ηλικία θα μάθει να προσφέρει για το κοινό καλό, θα μάθει να σέβεται τη φύση, θα μάθει να βοηθάει τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας και θα ατσαλωθεί μέσα στη νιότη της για να αντιμετωπίσει τους όποιους εχθρούς της πατρίδας και θα υπερασπιστεί τις διαχρονικές αξίες του Έθνους μας, την οικογένεια, την τιμή και τα εδάφη μας».
Τι είναι λοιπόν ο λαϊκός εθνικισμός; Τίποτα άλλο από την επιδίωξη ενός υγιούς καπιταλισμού (τον οποίο για να είμαστε δίκαιοι δεν επικαλείται μόνο η Χρυσή Αυγή, αλλά το σύνολο του αστικού πολιτικού φάσματος) που δεν υπήρξε ποτέ και δε δύναται να υπάρξει. Όσο λοιπόν και αν επαναλαμβάνει τις ξεφτισμένες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης περί κράτους του λαού (που νωρίτερα αντιφατικά είχε απορρίψει), δεν είναι δυνατό να συγκαλύψει το ταξικό περιεχόμενο του κράτους (όπως και κάθε κράτους) και της κοινωνίας που οραματίζεται. Ο συγγραφέας λοιπόν ακολουθώντας την πεπατημένη, δε συνδέει την εξάλειψη της εκμετάλλευσης με την εξάλειψη των εκμεταλλευτών, αλλά με τη φιλολαϊκή λειτουργία του κράτους, το οποίο καλείται να είναι αταξικό και δίκαιο, παρότι ορθώνεται στο έδαφος μιας ταξικής και επομένως άδικης κοινωνίας.
Μάλιστα, για να μπορέσει ο Χρυσαυγίτης να στηρίξει τα λεγόμενα του καταφεύγει με συνέπεια στον επίσης αστό οικονομολόγο Κέυνς και στην επιδίωξη του παρεμβατικού κράτους και της μεικτής οικονομίας που εμφανίστηκε ιστορικά στην καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1929 για να γλιτώσει τον καπιταλισμό από τα αδιέξοδά του. Όχι, άδικα και σίγουρα με ιστορική συνέπεια, αφού πολλές από τις συνταγές του Κέυνς εφάρμοσε και η ναζιστική Γερμανία. Παραλείπει βέβαια να μας αποκαλύψει ότι παρόμοια είναι η στρατηγική των σοσιαλδημοκρατών (παλιών και νέων), όπως και το γεγονός ότι η επανειλημμένη εφαρμογή του «παρεμβατικού» κράτους και της μεικτής οικονομίας σε καμία περίπτωση δεν τερμάτισε την κοινωνική δυσαρμονία της ταξικής εκμετάλλευσης.
Μάλλον επειδή διαισθάνεται και τα προβλήματα της πολιτικής του πρότασης έρχεται σαν κερασάκι στην τούρτα η σημασία της παιδείας, δίχως φυσικά ο αντιϋλιστής Χρυσαυγίτης να θέλει να απαντήσει ποιος θα εκπαιδεύσει τους εκπαιδευτές, στη θέση των οποίων κατά πάσα πιθανότητα τοποθετεί τον εαυτό του και τους ομοϊδεάτες του.
Μετά από όλα αυτά, είναι φυσικό ότι παρά και ενάντια στις αρχικές λογοκοπίες ως εχθροί της πρότασης του κράτους και της λαϊκής κοινότητας εντοπίζονται και πάλι όσοι από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα αγωνίζονται ενάντια στην ταξική τους εκμετάλλευση:
«Οι εχθροί μας θέλουν την πάλη των τάξεων, τη συνεχή διχόνοια, ώστε να απεργάζονται τα δόλια σχέδια τους. Η απάντηση μας θα είναι η συνεργασία των Τάξεων, η Λαϊκή Κοινότητα, η Πρόοδος και η προώθηση των άξιων μελών σε ηγετικές θέσεις. Η φυσική Αριστοκρατία προέρχεται από την αξιοκρατία και όχι από την ολιγαρχική οικονομική ελίτ».
Σαν να τα έχουμε ξανακούσει όλα αυτά περί ταξικής συνεργασίας και αξιοκρατίας! Μήπως αυτή δεν ήταν η επίκληση των εργοδοτικών και κυβερνητικών συνδικαλιστικών οργανώσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια; Αυτά δεν έλεγαν οι πολιτικάντηδες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ; Ποια είναι λοιπόν η καινοτόμα πρόταση της Χρυσής Αυγής; Να υπακούσουμε τυφλά στους εκμεταλλευτές μας;
Το κύριο όμως είναι ότι η πολιτική δράση της Χρυσής Αυγής και οι ιστορικές της αναφορές αποδεικνύουν το πώς αντιλαμβάνεται τα «κοινά» συμφέροντα της «λαϊκής κοινότητας»:
  1. Στο πλαίσιο της ναζιστικής Γερμανίας, οπότε λίγο έως πολύ χρησιμοποιείτο η προηγούμενη επιχειρηματολογία, όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε η κοινωνική δυσαρμονία της ταξικής εκμετάλλευσης, αλλά πολύ περισσότερο διατηρήθηκαν όλες οι μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις και χτίστηκαν ακόμα και στρατόπεδα εργασίας για να τους προσφέρουν τη φθηνότερη δυνατή εργατική δύναμη. Από την άλλη πλευρά, απαγορεύτηκε ο εργατικός συνδικαλισμός και ο γερμανικός λαός κλήθηκε να σκοτωθεί στο όνομα των κοινών συμφερόντων της «λαϊκής κοινότητας».
  2. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών που τόσο πολύ αγαπούν οι Χρυσαυγίτες, δόθηκαν φορολογικά προνόμια στους εφοπλιστές ενώ ο ίδιος ο ήρωας τους Γ. Παπαδόπουλος ζούσε σε έπαυλη που του είχε παραχωρήσει ο Ωνάσης.
  3. Στο σύντομο διάστημα της κοινοβουλευτικής της παρουσίας, η Χρυσή Αυγή έχει καταθέσει πάνω από 100 προτάσεις για παροχή προνομίων στους εφοπλιστές, ενώ αρχικά συνηγόρησε ακόμα και στην πώληση νησιών στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Ταυτοχρόνως, προάγοντας τις αστικές αξιώσεις για μείωση του εργατικού κόστους, έστηνε δουλεμπορικά γραφεία, όπου στους επινοικιαζόμενους εργάτες προέβλεπε τον παχυλό μισθό των 18 ευρώ.
  4. Για να εμπεδώσει το κλίμα της ταξικής συνεργασίας η Χρυσή Αυγή δε στράφηκε ποτέ εναντίον κανενός καπιταλιστή, αλλά αντίθετα πραγματοποίησε αρκετές επιθέσεις σε φτωχούς ξένους εργάτες και σε ταξικούς συνδικαλιστές.
Σαν πολύ να ασχολούνται με τα οικονομικά συμφέροντα των καπιταλιστών αυτοί οι αντιϋλιστές οπαδοί της λαϊκής κοινότητας. Η’ μάλλον έτσι αντιλαμβάνονται τη λαϊκή κοινότητα: Οι καπιταλιστές να κερδίζουν και οι εργάτες να φυτοζωούν και να φοβούνται να ζητήσουν ακόμα και ψίχουλα. Δεν υπάρχει κοινότητα χωρίς κοινά συμφέροντα και για την εξασφάλιση των κοινών συμφερόντων δεν πρέπει νοητικά (δηλαδή ουτοπικά) να γεφυρώσουμε τις ταξικές διαιρέσεις, αλλά να τις συντρίψουμε στην πράξη. Στη σκληρή αυτή ταξική πάλη οι Χρυσαυγίτες έχουν τοποθετηθεί από τους οικονομικούς τους προστάτες και χρηματοδότες ως μαντρόσκυλα της ιδιοκτησίας τους και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται.
                                                                                                                                                                                                K.A.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου